Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ

(Ένα σεμνό κείμενο για την ποιητική συλλογή "101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο").

Χώρεσαν μπόλικη ζωή τα 101 ποιήματα. Οι 109 σελίδες της ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Ζαρμπαλά.

Απλή η γλώσσα. Όλες οι λέξεις κατανοητές. Για να μπει εύκολα στο νόημα της ποίησης ο κάθε αναγνώστης. 

Να αισθανθεί, να επηρεαστεί, να διδαχτεί...

Όμως, φιλοσοφημένος ο στίχος. Να κοντοστέκεσαι λιγάκι - λογικό είναι - για να προσέξεις τι θέλει να πει ο ποιητής.

Φιλοσοφεί, όσο αντέχει η ποίηση.

Το όμορφο, που σου αποτυπώνεται στο νου και δεν το ξεχνάς με τίποτε, στο προσφέρει με επιλεγμένες λογοτεχνικές εικόνες.

Όσα σου λέει ο  ποιητής είναι υπαρκτά, χειροπιαστά. Είναι ο τόπος μας.

Με τα βουνά, τους κάμπους, τα ποτάμια, τα παιδιά, τα άλογα... Τις νύχτες, τον πόνο, την πίκρα. Τους παππούδες, τους πατεράδες, τις ελιές…

«Οι ελιές μας δεν είναι δέντρα. Όταν φεύγουμε/ κι όταν γυρίζουμε/ περνάμε ανάμεσα στους παππούδες. Ακούμε να λένε/ την ιστορία του Φράγκου/ πώς έβαλε - λέει - πάνω στο κούτσουρο την πατρίδα σα χασάπης/ ύστερα σήκωσε το τσεκούρι και μας έκοψε…»

Γράφει λίγη και καλή ποίηση, για να μείνει. Να πιάσει τόπο. Να στερεωθεί γερά. Να μπει στο ράφι της γνώσης.

Ο τόπος και οι άνθρωποι στη συλλογή, είναι τα δύο στοιχεία σε ένα.

Διαβάζοντας τους στίχους του Ζαρμπαλά, βλέπεις κατάματα την αλήθεια. Τίποτε δεν είναι ψεύτικο. Διαπιστώνεις σε αυτή λάμψη, ρυθμό... 

Βάθος ωκεανού, φάρδος ατέλειωτου κάμπου…

…Μιλάει ο ποιητής για χωριά που αντιστάθηκαν, για ανθρώπους που παλεύουν, για μια γλώσσα που επιμένει… «Μη τυχών φυσήξουνε άνεμοι και πάρουν τη γλώσσα μας». Για τον καημό, τη θάλασσα, τα όνειρα… Για τον κάμπο μας «Μέσα στην μέση ο κάμπος μας - ένας σουφράς μεγάλος,/ και τα χωριά μας νηστικά, κοιτάνε το ‘να τ’ άλλο».

Καταγράφει ποιητικά ο Ζαρμπαλάς όλα αυτά που τραβήξαμε στο πετσί στο πρώην σύστημα. Που είχαν μέσα μια θάλασσα πίκρα.

Αν σου διάβαζαν τότε, ακόμα και τη σκέψη, θα σε σπάραζαν, θα σε σάπιζαν μέσα σε σκοτεινό κελί. 
Τα έθαψε τα ποιήματα, για να γλιτώσουν. Για να ‘ρθουν στις μέρες μας ατόφια.

Τι να ‘ναι αυτός ο άνεμος, που το ‘βαλε να ξεριζώσει τον τόπο μας;! 

Λέει ο ποιητής: «Με χτυπάει κι εμένα (ο άνεμος)/ που χρόνια τώρα έβαλα την πλάτη μου/ και κρατώ τον τόπο να μην πέσει./ Αδέρφια, πού είστε; Μούδιασε ο πλάτης μου. Δεν είμαι Τιτάνας./ Πάει να μας σπάσει σα κλαριά τούτος ο άνεμος. Το νου σας!».

Ότι είμαστε αυτόχθων λαός το 'πε σταράτα. Κι ότι δεν έχουμε πατρίδα. Το ΄ξερε πριν γεννηθεί. Όλα τα είδε να είναι βρώμικα σε αυτόν τον τόπο. Και την ιστορία ψεύτικη. Τους ανύπαρκτους ήρωες και τα καμώματά τους. Που δεν τους δέχτηκε με τίποτε η ψυχή μας.

Μας συγκρίνει με ξεριζωμένο δέντρο μ’ όλες τις ρίζες έξω, γιατί λίγο χώμα δεν υπάρχει γύρω του. Και καταλήγει:  «Είμαστε ξεριζωμένοι στο χώμα μας».

Κατάμεστη η συλλογή από φθινοπωρινά κίτρινα φύλλα, μουντά τοπία, μελαγχολικές μελωδίες. Και ο καταδότης μέσα αυτού, που ήταν ο φίλος, ο γείτονας, ο συγχωριανός…ακόμα κι ο αδελφός σου. Κι όλοι μας έχουμε καλά σφραγισμένες τις πόρτες. Κλειστό το στόμα. Είμαστε τάφος.

Όχι λίγες φορές, μέσα στις σελίδες της συλλογής γίνεται λόγος για το ’12, που μας κόστισε. Είναι ένα ρεφρέν τεραστίου κόστους. Παλιό και νέο μεγάλο λάθος. Που το κουβαλάμε ζωντανοί και πεθαμένοι στις πλάτες μας. Για το ’12, που μας άφησε έξω από την αγκαλιά της μάνας. Έξω από το νου της.

Το ποίημα «Είμαστε κι εμείς», αναμφισβήτητα είναι ο ύμνος της μικρής πατρίδας μας. «…Είναι πικρή η ζωή εδώ./Κι ο θάνατος ακόμα πιο πικρός. Πάντως να ξέρετε/ δεν μένουμε έξω από την πόρτα του κόσμου/ να ζητιανέψουμε λίγη πατρίδα….»

Σε όλα τα ποιήματα συναντάς σε αφθονία την ειλικρίνεια και την τόλμη του ταλαντούχου ποιητή, Ανδρέα Ζαρμπαλά.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

15/01/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.