Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΡΧΟΝΤΑΙ… ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ…»

(Το θερινό όνειρο του παππο - Νάσιου (Γκάση) Καραντζιά)

Ο παππο - Νάσιος ήταν «αθυρόστομος»…

Κοίτα τι είπε σε περίοδο που το κράτος άρμεγε το φουκαρά: 

«Πού να  βρούμε εμείς οι γαιοκτήμονες τ’ αβγά, το γάλα, το βούτυρο, το μαλλί... Αφού τέτοια προϊόντα, δεν παράγουν τα χωράφια μας».

…Θα του έριχναν τις χειροπέδες αν δεν είχε, εκείνον τον καιρό, γιους με κύρος: τον Μιχάλη και τον Γιώργο …
 
Αρκετές φορές -  μικρούλης - έτυχε να πάω το μεσημεριανό στον παππο - Νάσιο στ’ αμπέλι του, σε περίοδο της σταφυλοπαραγωγής. 

Έκανα τη δουλειά  του έγγονού του, που βαριόταν να διασχίσει καθημερινά - πότε πεζός και πότε μ’ αυτοκίνητο - τον κουραστικό δρόμο από την πόλη στο χωριό.

Ετοίμαζε η μάλε - Τίκα το φαγητό, το ‘βαζε σε πάνινο  σακούλι, του ‘δενε καλά το λαιμό και με ξεπροβοδούσε πάντα με την ίδια μονότονη  βαρετή συμβουλή:

- Μην παίζεις τίποτε, ψυχή μου, με το σακούλι, στο δρόμο, γιατί θα χύσεις το φαγητό!

Για να φτάσω νωρίτερα στον προορισμό -  αποφεύγοντας κάπως τη γάστρα του μεσημεριού, που σου ‘ψηνε το κεφάλι - έκοβα δρόμο.

Περνούσα απ’ το σοκάκι μου, στον Κάτω Μαχαλά, έβγαινα στη Γούρα του Γουργού, ριχνόμουν στα Χασίλια του Κολλά, έπαιρνα μια γλυκιά ανηφόρα και έφτανα στην Αγία Βαρβάρα.

Λίγα μέτρα πιο πάνω, επεκτεινόταν τ’ αμπέλι του Γκάση.

Τι να έλεγε με μένα, το μικρούλη, ο παππο - Νάσιος;!

Μου χάιδευε τρυφερά το κεφάλι, έπαιρνε το πάνινο σακούλι από τα χέρια μου, το κρεμούσε σ’ ένα κλαρί της αχλαδιάς, μ’ ευχαριστούσε για την εξυπηρέτηση και μ’ ένα γρέντζουλο σταφύλι που μου το έφερνε στο καπέλο του - ήταν σφιχτός, σπαγκοδεμένος ο αμπελουργός - μ’ έβγαζε ως την ποριά και με παρακολουθούσε ώσπου να του χανόμουν απ’ τα μάτια. 

Με την αμφιβολία μην τυχών γυρίσω πίσω και κόψω και κανένα άλλο τσαμπί και τον ζημιώσω…

Μια από τις πολλές φορές, πάνω στο ξεπροβόδισμα, ακούστηκε μακριά, ένας δυνατός θόρυβος.

Σαν να ‘πεφταν βόμβες πολέμου προς την κατεύθυνση της Κακαβιάς…

Το χωριό, ταρακουνήθηκε σύσσωμο. Σ’ ορισμένα σπίτια, μάθαμε αργότερα, ράϊσαν τοίχοι, έσπασαν τζάμια.

Τόσο δυνατή, τόσο μεγάλη ήταν η έκρηξη πέρα στο βάθος της Δολιανής, στα λατομεία του χωριού…

- Παππού - τον ρωτάω αθώα, - τι είναι αυτός ο θόρυβος;

Γυρίζει και μου λέει ο καημένος:

- Κανόνια, παιδί μου, βόμβες και ντουφέκια είναι. Τι άλλο να είναι…! Έρχονται, να μας πάρουν οι Έλληνες…

Είδα να του χαμογελάει το πρόσωπο… Να χαίρεται. Να του αλλάζει όλη η όψη.

Στα βαθιά γηρατειά έφυγε από τη ζωή ο παππο - Νάσιος μ’ αυτό το θερινό, χαρούμενο όνειρο σφηνωμένο στο νου του καλά.

Όταν θα ξεψυχούσε, θέλω να πιστεύω ότι τα μάτια του θα ήταν στραμμένα προς το Νότο. Περιμένοντας τους Έλληνες…

Για να ‘ρθουν να μας πάρουν.

Πού να ‘ξερε ο δόλιος ο παππο - Νάσιος ότι η Μάνα Ελλάδα θα ‘ρχόταν το ’90 και θα ‘παιρνε όλα τα παιδιά της στην Ελλάδα.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

29/08/2014 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.