Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΝ ΗΤΑΝ Η ΖΗΛΙΑ ΨΩΡΑ…

(Κοινωνικό θέμα)

Δεν θ’ αναφερθώ σε πρόσωπα, για να μην ανάψω καυγά και γίνουμε από δεκαοχτώ χωριά.

Θα χειριστώ θεωρητικά ένα συγκεκριμένο περιστατικό, που δείχνει έντονα την εξωφρενική, άρρωστη ζήλια μέσα στην μικρή μας κοινωνία:

Είναι αξιέπαινη η επιχειρηματική δραστηριότητα του Θ. Τσ. Απασχολεί ο εργατικότατος άνθρωπος αρκετό κόσμο με δουλειά.

Του δίνει ψωμί…  

Στο εργοτάξιο του δουλεύουν πολλά μηχανήματα: 

Σπαστήρες πέτρας, πλυντήρια και ταινίες μεταφοράς αδρανών υλικών, μπετονιέρες…

Τα νοικοκυριά της περιοχής προμηθεύονται διαρκώς από τη μάντρα του τσιμεντόλιθους, άμμο, χαλίκι, μπετό, ασβέστη…

Η περιουσία - η προκοπή του επιχειρηματία, είναι εκτεθημένη. 

Δεν κρύβεται με τίποτε!

Τη μαρτυράει η τεράστια επιχείρηση, η πολυκατοικία του διαμονής, τα πολυτελέστατα αυτοκίνητα, με τα οποία κυκλοφορεί αυτός κι η οικογένειά του…

Όλη αυτή η αξιοζήλευτη, επιχειρηματική δραστηριότητα, στους άλλους προκαλεί ζήλια. 

Άγονη στεναχώρια.

Εκφράζεται άκομψα ένας ζηλιάρης φίλος του:

- Γιατί να έχει τη δουλειά αυτή ο φίλος μου Θ. Τσ. κι όχι εγώ;! Δεν είναι από μένα ούτε ικανότερος ούτε και καλύτερος!

Αφού δεν μπορεί να υποφέρει το καλό των άλλων, ξεστομίζει όλο μίσος:

- Μα..., τόση περιουσία δεν γίνεται με τίμιο ιδρώτα, μόνο με βρομοδουλειές.

Παίρνει μολύβι και χαρτί ο φίλος και υπολογίζει το κέδρος - τα κόπια του φίλου του. Μεταφράζοντας τα πάντα σε χρήμα, του βγαίνουν πολλά.

Μόνο που δεν λέει:

- Τα 'χει κλεμμένα, όχι δουλεμένα...  

Αντί να σκεφτεί θετικά, ανταγωνιστικά, για το πώς να πετύχει κι αυτός, μέσα του οργιάζει η ζήλια, η κακία.

Την άρρωστη ζήλια, τίθεται καθήκον, να τη δαμάσεις… Να της βάλεις χαλινάρι. Να τη μετατρέψεις, αν μπορείς, σε πηγή ενέργειας για προσωπική προόδου.

Το παραπάνω περιστατικό, για τη ζήλια - το οδυνηρό αυτό περίπλοκο συναίσθημα - μου θύμισε το ρητό, που μου το είπε πρόσφατα τραγουδιστά, στο χωριό η μάνα μου:

«Αν ήταν η ζήλια ψώρα, θα γέμιζε όλος ο κόσμος…»


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

19/11/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.