Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«Ό,ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ…»

Άμα σφύριζε, σίγουρα δεν του πήγαινε καλά η δουλειά. Το σφύριγμα έδειχνε ότι ο Κίτσιος Ζντάβος ήταν θυμωμένος.

Άμα τον άκουγες να τραγουδά, άλλαζαν τα πράγματα. Όλα του πήγαιναν ρολόι.

Τη Δρόβιανη, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη Δερβιτσάνη - «πίσω απ’ τον ήλιο» - την έπιανε πεζός.

- Θα πεταχτώ μια στη Βέργω - σου έλεγε - πάω και γυρίζω…! 

Σαν να ‘ταν η αλαργινή Δρόβιανη ‘δω κι αυτού.

Αφαίρεσαν την τέσσερα του κόμματος από ‘να κτίστη κι είδε το φίλο του πικραμένο…  

- Θα σου φτιάξω εγώ μια με πέτρα, που να ‘ναι αντοχής, Νίκο μου - του είπε. - Μόνον εσύ μην μου χολιάζεις…

Καθώς κτιζόταν με πέτρα το Μέγαρο του Κόμματος στ’ Αργυρόκαστρο, δημοσιογράφος επισκέπτεται τους λιθοπελεκητές, να τους ρωτήσει για τη νέα ζωή στο χωριό.

Η παρέα, με τρόπο, τον στέλνει στον «επιτήδειο».

Ο Κίτσος μ’ άνεση, του λέει:

- Κάποτε είχαμε τις γρέντες του σπιτιού γεμάτες καλαμπόκι. Τώρα δεν έχουμε σπυρί. Σπάει το ποντίκι τη μύτη στα σπίτια μας.

Μούγκα ο δημοσιογράφος. Μάζεψε τα «σύνεργα» κι έφυγε.

Κι ένα άλλο, βαρύ περιστατικό κι αυτό, για εκείνον τον καιρό:

«Όταν πέθανε ο Στάλιν, κομματικό στέλεχος επισκέπτεται τους κτίστες και τους διατάζει:

- Σταματήστε τα σφυριά…! Σήμερα δεν θα δουλέψετε! Πενθούμε! 

Γυρίζει ο Κίτσιος και λέει στον κομματικό:

- Καλά λες εσύ, αλλά... το θέμα είναι ποιος θα θρέψει σήμερα τα παιδιά μου ;!»

Του ασκήθηκε αυστηρή κριτική…

Από τότε το 'ραψε ο Κίτσιος Ζντάβος. 

Όταν τον ρωτούσαν μετά:

- Κίτσιο τι γίνεται;

Απαντούσε επιφυλακτικά ο άνθρωπος, γιατί ήθελε να ζήσει:

- Ό,τι θέλει ο λαός γίνεται…! Τι άλλο να γίνει...;!

Φύτρωσαν στα χείλη του Κίτσιου, εκτός της παραπάνω διατύπωσης, κι άλλες τρεις σοφές εκφράσεις:

«Τι να κάνει κανείς», «δεν βαριέσαι αδελφέ» και «ο καιρός τα φτιάχνει, ο καιρός τα χαλάει».

Του Σιάρρα - Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής - ένα μεσημέρι του τη δίνει κι επισκέπτεται τον Κίτσιο στο σπίτι.

Βρίσκει την οικογένεια στο σουφρά, να τρώει γλυκό τραχανά.

Ντράπηκε τ' αντρόγυνο, αλλά και χάρηκε. Αφού Γραμματέας του Κόμματος πατούσε το σπίτι τους…

Όπως το ‘χε ο λαϊκός Σιάρρας, ζητάει ζεστή τριφταριά, κάθεται σταυροπόδι στο σουφρά και τρώει κι αυτός μαζί τους.

Τρώγοντας διακρίνει μια πάντα - με ζωγραφισμένα μηλοστάφυλα - κρεμασμένη στον τοίχο.

- Ωραία εικόνα - λέει.

- Τα φρούτα να τα 'χαμε τώρα εδώ, στο σουφρά, όχι στον τοίχο - απαντάει ο Κίτσιος.

Απέφυγε, κάπως με γέλιο,  ο Γραμματέας το καρφί…. Έκανε σαν να μην κατάλαβε...

… Μετά από καιρό, έτυχε να συναντηθούν οι δύο στην πόλη.

Λέει ο Σιάρρας στο Ζντάβο:

- Σε τσάκωσα. Τώρα θα πάμε να γευματίσουμε στο σπίτι μου.

Κοιτάει αθώα το Γραμματέα ο Κίτσιος Ζντάβος και του απαντάει:

Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά δεν γίνεται. Αν έρθω και φάμε μαζί, μετά καλομαθαίνω … και θα μ' έχεις μετά συνέχεια έξω από την πόρτα.

Χωρίστηκαν γελώντας…

Δεν άφηνε χωριανή κοπέλα, όταν παντρευόταν, χωρίς να την ξεπροβοδίσει. Την κερνούσε κιόλας ο πάμπτωχος Κίτσιος… 


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/01/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.