Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΝΑ ΧΟΡΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΩ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ»

 Η ιστορία, για το Φιλίππη Ντάκο, είναι σύντομη, αλλά ελκυστική:

Πίσω από το σπίτι του, στρίβει το σοκάκι, που έχει μια απότομη ανηφόρα, η οποία σ’ οδηγεί στην «Παλιουριά».

Αργά τη νύχτα ο κάθε περαστικός, χωρίς να γλιστρήσει μια και δυο φορές σε λικούρα, δεν έβγαινε με τίποτε στην κορυφή.

Ο Φιλίππης καθισμένος παραστιά, μάντευε τα γλιστρήματα, αλλά ρουθούνι δεν έβγαζε, να δει έξω τι γίνεται. 

Δεν παν να χαλούσε ο κόσμος όλος…! Το σπίτι του να είχε καλά!

Από μέσα, σκέτο βαρεμάρα, έλεγε:

- Παρακάτω…ρεεε..., δεν θα φας το κεφάλι σου…;!

Άλλη ήταν η Γιαννούλα, διαφορετική. Ήταν η αντίθετη πλευρά του άνδρα της.

Αν ο Φιλίππης όλη την ημέρα καθόταν ξαπλωμένος της κοιλιάς στο σουφά, έξω από το μαγαζί του Γιάννη Κορκάρη, αυτή ήταν εργατική, άξια, πονετική, αναμουστιάρα…, φωτιά...

Στο χωριό ξεχωριστή…        

Δύο βαλέρες ζαλωμένες με νερό, κουβαλούσε από το πηγάδι. Κρατούσε από μόνη της όλη την ταρτάνα στην πλάτη της.

Του είπε φίλος, απ’ άλλο χωριό, όταν νέα παιδιά ανέμελα χόρευαν και γλεντούσαν :

-Ρε Φίλιππα, από τη φάρα σου ποιανού έμοιασες εσύ; Ο πατέρας σου, για να καζαντίσει, έκανε τον κόσμο σιάδι. - Πήγε σε Τουρκία, έφτασε σ’ Αμερική…

Έτσι, όπως έχεις καταντήσει, δεν θα σε πάρει καμιά.

- Τι λες, ρε, - του απαντάει. - Ρίχνω ένα χορό στον πλάτανο και παίρνω την καλύτερη…

Εκείνος που του είπε κάποτε αυτά, έτυχε σε γάμο στο χωριό και ρωτάει:

- Για δείξτε μου, να δω ποια είναι η γυναίκα του Φιλίππη Ντάκου;!

- Ρίξτε μια ματιά στις έμορφες. Ανάμεσά τους είναι η καλύτερη…

Το ‘πε και το ‘κανε, είπε ο ξένος μ’ απορία, μόλις τη γλυκιά Γιαννούλα αντίκρισε…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

09/01/2015   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.