Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Με προσωπική πρωτοβουλία με προσέλαβε στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» ο αρχισυντάκτης της …

Θέση - καρέκλα, που ούτε μπορούσα να τη φανταστώ…

Εγώ, ο γιος λατόμου.

Η αξιολόγηση, προφανώς, είχε γίνει από κείμενα, που δημοσίευσα κατά διαστήματα, στις στήλες της εφημερίδας, ως εθελοντής ανταποκριτής.

Έναντι καλής αμοιβής, για εκείνη την εποχή.

(Με τα λεφτά αγόραζα βιβλία: μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές …)

Ανάμεσα σε παλιούς - τέρατα της δημοσιογραφίας, όπως τον Πάνο Τσούκα, τον Κώστα Ζάβαλη, τον Παύλο Σιούτη… με χοντρά γυαλιά και ύφος βαρύ, που έγραφαν τα κείμενα σε μπότσες - ένιωθα ξένος.

Καθώς μ ‘βλεπαν να γράφω δίπλα τους, αναρωτιόμουν: «Τι ζητάω εγώ εδώ…;!»

Η παρέα μου ήταν τα νέα παιδιά της εφημερίδας: Ο Θανάσης Σούτζιος, ο Βασίλης Παππάς, ο Νίκος Αναγνώστης, η Χριστίνα Τσικόλα, η Ελεονώρα Καμπέρη…

Σ’ όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά, οφείλω παρά πολλά. Μ’ αγκάλιασαν με περίσσια αγάπη. Μ’ ενθάρρυναν, με στήριξαν δυναμικά. Μ’ έσπρωξαν δυνατά στη δύσκολη ανηφόρα της δημοσιογραφίας …

Η Ιφιγένεια Μπάρκα - λογιστής, σ’ ελεύθερο χρόνο μας ξεκούραζε με τον αχνιστό καφέ και τη γλυκιά κουβέντα. Σαν να ‘ταν κυψέλη το γραφείο της, σαν  να ‘χε μέλι η Νιένια… Εκεί ανοίγαμε όλοι την ψυχή. Λέγαμε ανησυχίες, παράπονα και μυστικά…

Ο Ανδρέας Ζαρμπαλάς, είναι ξεχωριστό κεφάλαιο στην εφημερίδα. Στυλοβάτης, πένα τροχισμένη καλά, λεπτή και πολύκροτη.  

Ακολουθώντας τα πατήματά του έμαθα πολλά: Τι θα πει στυλ, τι λογική ανάπτυξης κειμένου… Διδάχτηκα τις βασικές αρχές και τα μυστικά της δημοσιογραφίας …     

Αυτό που είμαι, τ’ οφείλω γενικά στην εφημερίδα. Αλλά ξεχωριστά στο πρόσωπο - κλειδί, που με βοήθησε να βάλω φτερά, ν’ ανοίξω διάπλατα την πόρτα της ζωής μου: 

Στον Βασίλη Τσιάμη …

Που διαισθάνθηκε τι ακριβώς έκρυβα μέσα μου, όταν προσωπικά δεν το είχα αντιληφθεί.

Που με προσέλαβε στη δουλειά, με κράτησε κοντά και με μεγάλη υπομονή και στοργή γονέα, μ’ οδήγησε στην επιτυχία …
      

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
10/02/2015


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.