Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ

Παρόλο που κοντεύει τα 80, άμα χτυπήσει πελάτης την πόρτα του, δεν του χαλάει χατίρι.

Ο Γιώργος Καραντζάς κάθεται και του φτιάχνει το σαμάρι.

Σκαλίζει το ξύλο για το σκελετό, φτιάχνει το σαμαροσκούτι…  

«Την τέχνη του σαμαρτζή - λέει - σαν Καρατζαίοι, την πήραμε από τον παπό - Λάμπη, που την έκλεψε από καλό σαμαρτζή του Μπερατιού.

Δουλεύοντας σ’ αυτόν σαν τσιράκι.

Έλεγε ο δεξιοτέχνης:

«Το σαμάρι είναι σαν το ρούχο στον άνθρωπο. Πρέπει να εφαρμόζει τέλεια στο σώμα…

Το πετυχαίνεις αυτό μόνο όταν μετράς καλά το λαιμό και το πίσω μέρος του ζωντανού, καθώς και το μάκρος του με το ρούπι… ».

Έδωσε το επάγγελμα ο Λάμπης μετά και στο Σωτήρη, στο Θοδωρή…

Στην πορεία έγιναν εφτά Καραντζαίοι σαμαρτζήδες, αντί των δώδεκα, που είχε συνολικά η Δερβιτσάνη.

Μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ο Μήνος Λίλλης - Μπιντίνης, που τα ‘χε μπιτισμένα. Όσα έβγαζε από τα σαμάρια, τα γύριζε σε κέφια και σε ποτά.

Περνούσε τη ζωή του φίνα…

«Από τα 60 χρόνια σαμαρτζής, τα 45 τα μετράω στα Σωφράτικα - ομολογεί ο Γιώργος.

Η κάθε πόλη τότε είχε τα σαμαράδικά της.

Τ’ Αργυρόκαστρο το ’52 - στο ξεκίνημά μου - αριθμούσε 17.  Σκόρπια ήταν όλα, άλλα στο Βαρόσι, άλλα στο Χάνι του Σταύρου κι ορισμένα κάτω απ’ το Κάστρο, για να ‘πιαναν το Δροπολίτη, που περνούσε με τα ζώα του από κει κι έβγαινε στην αγορά.

Περισσότερο - λέει - δούλεψα με τους Λιμποχοβινούς και τους Νεπραβιστινούς, που κρατούσαν πολλά ζώα.

Κόσμος εργατικός.

Μάζευαν στο βουνό γκλογκιά, φασκόμηλο…, διάφορα φαρμακευτικά φυτά, τα φόρτωναν στα μουλάρια και τα κατέβαζαν στο χωριό...

Μου γινόταν ροκάνι - το μερεμετισμένο σαμάρι, αλλά και το καινούριο - να τους τα παρέδινα την ίδια μέρα.

Για να μην έχαναν το μεροκάματο…»

Το γερό σαμάρι γινόταν με ξύλο φτελιάς ή μιλικοκιάς…

Την καλή ξυλεία ο Γιώργος την έβρισκε στο Πιτσάρι, ενώ το βριζάχυρο, για το γέμισα της στρωματιάς, στο Λάμποβο.

Δεν ήταν καθόλου ντροπή η δουλειά του σαμαρτζή, αφού είχε χρήμα. Ο Μήτσιος Κόρρες με την τέχνη αυτή έγινε άρχοντας…

Μια μικρή παράγκα - όσο να χωράει το μάστορα και το σαμάρι, αρκεί για σαμαράδικο.

Στον τοίχο κρεμάς τα λίγα εργαλεία: Τα ειδικά σκεπάρνια: το πλατύ, το στενό και το κουφοσκέπαρνο…, τα σκαρπέλα, τα σμιλάρια, τα πριόνια…

Σου μιλάει ο Γιώργος για μπροστάρι, πιστάρι, λαιμαριά, παϊδες…- τα μέρη του σαμαριού - κι ας έχεις κάποια ηλικία κι ας κρατούσες γάιδαρο στο κατώι …

Ανοίγεις τα μάτια όλο απορία…

Τότε πώς να καταλάβει ο σημερινός  είτε αυριανός νεαρός τι υπονοεί κανείς, καθώς αναφέρει το ρητό: «Αν έσφαλε ο γάιδαρος τι φταίει το σαμάρι».

Όταν δεν έχει δει με τα μάτια του ούτε γάιδαρο, ούτε σαμάρι…

…Αφού αραιώνουν τα ζώα για μετακίνηση και μεταφορά από τον αγροτικό πληθυσμό - τ’ άλογο, το μουλάρι ο γάιδαρος - δεν χρειάζεται πια και το σαμάρι.

Εξελίχτηκαν τα πράγματα, άλλαξε η ζωή, έφτασε στη στάνη τ’ αυτοκίνητο. Έτσι που το επάγγελμα του σαμαρτζή πάει προς το σβήσιμο…

Ο Γιώργος Καρατζάς ίσως να είναι ο τελευταίος σαμαρτζής του τόπου μας.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
11/03/2015



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.