Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΛΟ, ΡΙΞ’ ΤΟ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ…

Οι συχνές επαφές με φίλους κι αγαπημένα πρόσωπα, είναι η ευχάριστη προτίμηση κι επιλογή του Προκόπη Κυριάκη και της Δέσποινας.

Είναι τρόπος δραπέτευσης από την μοναξιά…

Αφού ανταποκρίνεσαι στην πρόσκληση, να τους επισκεφτείς στο σπίτι, τους τρώει το μεράκι για το πώς θα σε υποδεχτούν…

Πώς θα σε ικανοποιήσουν όσο το δυνατό καλύτερα…

Χωρίς προϊδέαση η κουβέντα - στο πλούσιο τραπέζι στρωμένο μ’ αγάπη κι αγαθά - επικεντρώθηκε στη φιλοξενία.

Φέραμε στο νου διάφορα γεγονότα:

«Το δυαράκι μας στους Αγίους Σαράντα - λέει ο Προκόπης - συνέχεια  φιλοξενούσε κόσμο.

Ένα βράδυ χώρεσε 12 άτομα. Στο δίμηνο, που είχα στην πόλη και τη μάνα μου, όταν έμεινε μια φορά άδειο το διπλανό της κρεβάτι, μου λέει:

- Μόνη μου θα κοιμηθώ! Δεν θα έχουμε φίλο απόψε;!

Στα Τίρανα ξανά τα ίδια…

«Διαβαίναμε αργά τη νύχτα με τη Δέσποινα απ’ το πάρκο κάτω από τ’ άγαλμα του Σκεντέρμπεη.

Έριχνε ψιλή βροχή κι έκανε ψύχρα.

Ήταν μεσοχείμωνο.

Σε παγκάκι μέσα στο σκοτάδι διακρίνουμε δύο άτομα να συνομιλούν σιγανά. Τα ελληνικά τους μας σταμάτησαν…

Τους πλησιάσουμε για να δούμε τι τρέχει.

Ήταν πατέρας και γιος, από τα χωριά μας. Αφού δεν μπόρεσαν να βρουν φτηνό ξενοδοχείο, οι κακόμοιροι είχαν αποφασίσει να βγάλουν τη νύχτα στο παγκάκι…

Την επόμενη θα επισκεπτόταν το νοσοκομείο.

Χωρίς δεύτερο λόγο, τους πήραμε στο μοναδικό μας δωμάτιο κι εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί…»

… Στην πόλη των Αγίων Σαράντα η Δέσποινα, δούλευε σε φούρνο. Πωλούσε καθάριο ψωμί, όταν το χωριό έτρωγε μπομπότα…

Έλεγε στους Βουρκάρηδες, παρόλο που η διαταγή ήταν στο χωριάτη να μην δώσει ψωμί:

«Ένας - ένας μπείτε στο φούρνο, μπουλούκι μου κάνετε ζημιά…!».

Της έκαναν επανειλημμένα παρατήρηση, για να πειθαρχήσει, αλλά… η Δέσποινα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει…

Αφού δεν άλλαζε αυτή, της έκαναν το άλλο: Την πήγαν από το κέντρο, σε φούρνο στην άκρη της πόλης.

Για να την ξεκόψουν απ’ το χωριάτη…

… Πλάι από το φούρνο ήταν το σχολείο. Όταν η Δέσποινα έβλεπε ορισμένα παιδιά, που στο μεγάλο διάλειμμα δεν είχαν κολατσιό, πονούσε η ψυχή της.

Τότε έκανε μια πράξη:

Έκοβε σε φέτες ένα ψωμί, συνόδευε τις μερίδες με λίγο τυρί και τις μοίραζε με στοργή μάνας στα φτωχά παιδιά…

Κάθε μεγάλο διάλειμμα αυτή η δουλειά…

Βοηθά όσο μπορεί, ακόμα και σήμερα τον αδύναμο, χωρίς κανένα αντίκρισμα, το ζεύγος Κυριάκη.

Κι ας συναντά - αραιά και που - την αχαριστία.

Δεν πειράζει…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
14/03/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.