Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΣΙΓΜΑ

(Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε πριν από μερικά χρόνια.
Την περίοδο που οι Αλβανοί το είχαν βάλει με τη γλώσσα μας.
Τώρα, δυστυχώς, έχομε το κακό από μέσα.
Από τους Ελλαδίτες… τ’ αδέλφια μας…
Επιχειρούν τον  ψεκασμό στα ονόματά μας…) 

Το ίδιο θέμα το χειρίστηκαν κι άλλοι νωρίτερα, σε αρκετά πεζογραφήματα.

Ακόμα και σε ποίηση:

«Μας κλέψανε το σίγμα», έγραψε ο Μίνας Λέκκας...

Μοναδικός σκοπός μου  είναι να κρατήσω το θέμα ζωντανό - στην επικαιρότητα…

- Ακόμα δεν προέκυψε καμιά συγκροτημένη φωνή -.

Μην την ακούσει κανείς, τη λάβει υπόψη και μας επιστρέψει το κλεμμένο τελικό σίγμα των ονομάτων μας.

Που μας ξεχωρίζει σαν Έλληνες - λέει την καταγωγή μας.

Απλοί  δικοί μας άνθρωποι ταράζουν διαρκώς τα στεκούμενα νερά.

Σηκώνουν κύμα. 

Αντάρτικα όμως.

Από μόνοι τους.

Χωρίς καμιά υποστήριξη.

Δίνουν αγώνα για να μπει στ’ ονοματεπώνυμό τους το τελικό σίγμα.

Μερικοί τα κατάφεραν με τ’ όνομα. Με το επώνυμο τίποτε ακόμα.

Υπάρχει, λένε, κάποιο κόλλημα.

Θα ξεκολλήσει, που θα πάει.

Οι Έλληνες έπαρχοι, που τώρα πια είναι όλοι  της Ομόνοιας - και δεν τους «εμποδίζουν» οι σοσιαλιστές - αδιαφορούν για το «κουτσούρεμα» τ’ ονόματος.

Σαν να μην είναι δικό τους πρόβλημα, δική τους έγνοια. Ζουν με τον πανικό μην τυχόν τους ταρακουνηθεί  τίποτε η καρέκλα…

Είναι υποκρισία με το τσουβάλι  να μιλάς για σεβασμό ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, για εφαρμογή Σύμβασης Πλαισίου και ως Έλληνας βουλευτής στο Αλβανικό Κοινοβούλιο, να δέχεσαι να σου προφέρουν το ελληνικό ονοματεπώνυμο σου χωρίς τελικό σίγμα:

Βαγγέλ Ντούλε, Σπύρο Πέτση, Βαγγέλ Τάβο...

Σαν να μην σε γέννησε και σε βύζαξε Ελληνίδα Μάνα.

Απλά αναφέρω γεγονότα.

Διατυπώνω συμπεριφορές που, θέλοντας ή μη, σ’ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βουλευτές κι έπαρχοι  έβγαλαν το τελικό σίγμα στο σφυρί.

Αν σκέπτονται διαφορετικά - έχουν άλλη εκδοχή - ας μας την πουν.

Καλοδεχούμενη.

Αλλά… καλύτερα ας μας την αποδείξουν έμπρακτα, με συγκεκριμένη πράξη.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

 03/03/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.