Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ «ΜΕΓΑΛΗΣ ΖΩΗΣ»

Στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου εισάχθηκα το ’93 για λιγοήμερη νοσηλεία, έζησα μια τραγωδία.


Απέναντι από το κρεβάτι μου είδα έναν ηλικιωμένο να πεθαίνει. Να "χαιρετάει" τη ζωή.


Μετά τις νοσοκόμες να ρίχνουν πάνω του λευκό σεντόνι και τον τραυματιοφορέα να τραβάει από το θάλαμο το νεκρό.  


Όλες αυτές τις μέρες, που ο παρήλικος ήταν σε κρίσιμη κατάσταση - σχεδόν ετοιμοθάνατος - δίπλα του ούτε στιγμή δεν είδα συγγενικό πρόσωπο.


Πάνω από το κεφάλι του ασθενή καθόταν μόνο η αποκλειστική.


Το χειρότερο που διαπίστωσα ήταν:


… Πέρασαν αρκετές μέρες ώσπου ήρθαν να πάρουν το νεκρό οι συγγενείς για να τον κηδέψουν.


Αναρωτήθηκα τότε μέσα μου και είπα:


Πώς μπορεί να ξεριζωθεί από την ανθρώπινη ύπαρξη ο ανθρώπινος πόνος;!


Έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια όμως για να συνειδητοποιήσω τι ήταν εκείνο που αντίκρισα και συναισθάνθηκα βαθιά στο νοσοκομείο.  


Στην πορεία είδα να μας κατακτά κι εμάς τους Βορειοηπειρώτες το ίδιο σύνδρομο. Εμείς γίναμε χειρότεροι. Αδιαφορούμε περισσότερο για το διπλανό, η ζήλια μας κουβαλάει μίσος, συμπεριφερόμαστε σκληρά με τους παρήλικες.   


- Συνόδεψα νεκρό από την Αθήνα στο χωριό - μου λέει φίλος - κι είδα στη διαδρομή να σκοτώνονται οι τρεις γιοι του.


- Ο μικρός - έλεγε: Ο μεγάλος αδελφός - να πληρώσει το γραφείο τελετών. Αυτός κληρονόμησε το σπίτι.


Ο δεύτερος: - Μα κι εσύ πήρες τα χωράφια...


Ο τρίτος, που απολάμβανε τη σύνταξη του ΟΓΑ, τσιμουδιά, σιωπή τάφου.


Είχαν σκοτώσει και οι τρεις μέσα τους - με το ντουφέκι των συμφερόντων - την αγάπη για τον πατέρα, που τους έκανε το κεφάλι και δρομολόγησε με πολύ κόπο όλο το μέλλον τους...


Καλύτερα που δεν έβλεπε και δεν άκουγε ο δόλιος τους γιους του να μαλώνουν.


… Τουλάχιστον την τελευταία επιθυμία του «την ταφή στο χωριό!», του την εκπλήρωσαν.


Μετά την κηδεία, τα μάζεψαν κι έφυγαν τα παιδιά του πατέρα άρον - άρον.


Για να μην ξανασμίξουν πια - σαν μικρόψυχα πλέον αδέλφια - στην πόλη «της μεγάλης ζωής».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ


14/04/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.