Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕ ΕΝΑ ΕΥΡΩ ΚΤΙΖΕΙΣ ΧΩΡΙΟ

Για να δράσει αποτελεσματικά η Αδελφότητα, ο Σύλλογος, η Ομοσπονδία…, ένας οποιοσδήποτε Πολιτικός ή Κοινωνικός Φορές, το έχω ξαναπεί:

Πρέπει να διαθέτει, να διαχειρίζεσαι λεφτά.

Γι’ αυτό το σκοπό κάθε μέλος έχει καταστατική υποχρέωση να πληρώνει συνδρομή.

Αλλά και το δικαίωμα, ασφαλώς, ελέγχου των χρημάτων που προσφέρει.

Όμως, αυτό - το σημαντικό σημείο - παραβιάζετε…   

… Το ένα ευρώ, ένας λιγότερος καφές το μήνα, είναι χρυσός, όταν το αξιοποιείς σωστά.

Για να καταλάβουμε καλύτερα τι θέλω να πω, παίρνω ένα παράδειγμα. Αυτό των συνταξιούχων, που είναι νωπή πληγή. Που πονάει πολύ.

Ζήτημα, το οποίο το βλέπω σαν ιδέα αλλά και σαν υποχρέωση: 

Αν ο κάθε συνταξιούχος μας - όταν έπαιρνε τα χρήματα - θα εκταμίευε όλα αυτά τα χρόνια, σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό μόνο ένα ευρώ το μήνα, στο ταμείο ο σύλλογός τους θα είχε κάποια στιγμή ικανοποιητικό ποσό λεφτών, καλό κομπόδεμα.

(Βάλτε τη μύτη του μολυβιού κάτω και υπολογίστε … ! Θα εκπλαγείτε απ' τον αριθμό που θα προκύψει ... ).

Αν θα διέθεταν αυτά τα λεφτά, οι συνταξιούχοι, θα μπορούσαν να αγωνιστούν αποτελεσματικά με όλα τα δημοκρατικά μέσα.

Μέσω δίκαιου αγώνα θα είχαν αποκαταστήσει την αδικία, που τους έγινε. Θα είχαν δικαιωθεί ηθικά  και χρηματικά.  

Το ένα ευρώ το μήνα, είναι ένα ασήμαντο ποσό για τη τσέπη του καθενός, αλλά σημαντικότατο ποσό αν το εκταμιεύομαι κανονικά για κοινόχρηστες λύσεις.

Να γίνει πλέον συνήθεια, συνείδηση, κανόνας… στην Αδελφότητα, στην Κοινότητα, στο Σύλλογο, στην Ομοσπονδία… η πράξη αυτή.

Η μηνιαία κατάθεση σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό του ενός ευρώ, από κάθε ικανό εργαζόμενο μέλος, είναι πολλά ευρώ σε κάποιο χρονικό διάστημα.

Είναι κανονική λειτουργία του φορέα, αγώνας, δύναμη, έργο…

Μ’ ένα ευρώ κτίζεις χωριό. Σώζεις από μόνος σου πραγματικά - χωρίς καμιά υπερβολή - τη Μειονότητα…

Όλη η ιδέα, είναι μόνο θέμα διαχείρισης…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
16/04/2015




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.