Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΕΝ ΞΕΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΕ Η ΡΕΤΣΙΝΙΑ…

Στη λαϊκή της Πέμπτης στην Κυψέλη, πάνω στον κόμβο: Ευελπιδων - Κερκύρας και Ύδρας,  πλάτη με πλάτη κάθονται οι μικροπωλητές.

Προκαλεί, ο καθένας με τον τρόπο του, τον καταναλωτή να σταματήσει μπροστά  στον πάγκο του και  να κάνει το παζάρι.

Ανάμεσα στο κενό των δύο ατέλειωτων ουρών στις δύο άκρες του δρόμου από πάγκους και πραμάτεια, κινούνται δισταχτικά οι πελάτες, σπρώχνοντας επιφυλακτικά τα καρότσια.

Μέσα σε όλη τη βαβούρα και Βορειοηπειρώτες. 

Πουλούν κι αγοράζουν κι αυτοί.

Ο Μιχάλης από το Βούρκο των Αγίων Σαράντα, με τα γλυκά πορτοκάλια του Αγρινίου, τα τραγανά μήλα της Καστοριάς..., σήμερα δεν είναι στα καλά του.

Έχασε την ψυχραιμία, την υπομονή…

Τον έκανε έξαλλο πρωινό επεισόδιο.

Του χρειάζεται χρόνος για να γίνει ξανά ο γουστόζικος Μιχάλης της λαϊκής.

Να σας αφηγηθώ τι του χάλασε τη διάθεση:

Νέος μικροπωλητής προστέθηκε στη λαϊκή και η εκτόπιση σιγά - σιγά έφτασε  ως τον πάγκο του.

Τον έσπρωξε λιγάκι πιο πέρα κι αυτός έσπρωξε τον διπλανό.

Μα ο ελλαδίτης, που το ρίχνει από το πρωί στα κρασιά και στα σουβλάκια κι όλο ζηλεύει την εργατικότητα των άλλων, χωρίς να θέλει να μάθει την αιτία της εκτόπισης, ρίχνει απανωτό βρισίδι:

«Ήρθατε εδώ από του διαόλου τη μάνα και όλο μας σπρώχνεται! Το παίζετε νοικοκυραίοι στο σπίτι μας!

Κωλοφάρα,  κωλοαλβανοί!».
   
Βρίσε ο ένας, βρίσε ο άλλος, έγιναν θεριά. 

Πάνω στον καυγά νάτος κι ο μπάτσος.

Κολόνα δω και πάνω, κατσούφης…., που τον βλέπεις και τα κάνεις πάνω σου...

Ζητάει από τους δύο τα χαρτιά.

Από δύο τσέπες πουκάμισων βγαίνουν οι ταυτότητες.

Και οι δύο Ελληνικές.

Παλιά, τσαλακωμένη η μια, καινούργια η άλλη.

Επιστρέφει ο αστυνομικός αμέσως την παλιά, κρατάει την καινούργια.

Καρφώνει τα μάτια στον τόπο γέννησης, που είναι χωριό στην Αλβανία.

Τόσο ήθελε για να του ανάψουν τα λαμπάκια και να απευθυνθεί στο Μιχάλη:

«Ήρθατε στην Ελλάδα και μας κάνετε και τον κόκορα!».

«Δεν σας καταλαβαίνω!».

«Μπορώ να σας το κάνω  πιο λιανά, για να το πιάσει το ξερό σας κούτελο. Σας σχίζω τώρα  την ταυτότητα και σας στέλνω από κει που ήρθατε…!».

Ναι μεν γινόμαστε Έλληνες πολίτες εμείς οι Βορειοηπειρώτες, μέσω της απόδοσης της ελληνικής ιθαγένειας, αλλά ο τόπος γέννησης, που αναγράφεται στην ταυτότητα, μας «κατατάσσει», δυστυχώς, σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην ίδια την Πατρίδα μας.

Συνέχεια μας παίρνει καταπόδι η ρετσινιά…

Δεν ξεκολλάει με τίποτε από πάνω μας…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
28/04/2015

Υ.Γ. Από το αδημοσίευτο βιβλίο: «Τρικλοποδιές».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.