Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΟΥ ‘ΚΟΒΕ Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

(Δεν είναι καθόλου θέμα εγκωμίων προς το πρόσωπό μου, αλλά γενικής σκέψης, εικασίας για μια συγκεκριμένη κατάσταση στο πρώην δικτατορικό καθεστώς …)

Μου ‘γραψε πρόσφατα, από θέση αναγνώστη - καταλαβαίνω ότι δεν αφήνει κείμενό μου στον Αντίλογο αδιάβαστο -  ο συνάδελφος και παλιός μου φίλος, Ζήσος Λούτσης, πρώην βουλευτής, πρώην έπαρχος… και τώρα στέλεχος του ΜΕΓΚΑ:

«Γιώργο, σε θαυμάζω. Δεν άλλαξες καθόλου.

Πάντα ευθύς και συγκεκριμένος στους προβληματισμούς του τόπου και των ανθρώπων μας.

Ζωντανεύουν μέσα μου εκείνα τα χρόνια που μπαίναμε μαζί σε κάθε γωνιά, γράφαμε εκείνα που μας επέτρεπαν και πολλά τα κρατούσαμε επτασφράγιστα, για να τα πούμε σήμερα».

Αν είχαμε τότε τη σημερινή τόλμη, τα λέγαμε χύμα, δεν θα τρώγαμε  ψωμί ούτε μέρα σ’ εφημερίδα.

Θα μας έβαζαν τα υποδήματα ανάποδα…

Θα μας τα ‘διναν στα χέρια…

Γι’ αυτό έλεγα σε συζήτηση φίλου μου, που εξορίστηκε, φυλακίστηκε σε καιρό δικτατορίας:

«Κι εγώ, κατά κάποιο, τρόπο, φυλακισμένος ήμουν.

Άλλα σκεφτόμουν κι άλλα έγραφα στη στήλη μου.

Έγραφα - εξαναγκαστικώς - ότι μου υπαγόρευε το σύστημα...

(Με το κεφάλι αν χτυπήσεις τοίχο, το κεφάλι σου σπας...) 

Η στέρηση της ελευθερίας του τύπου ήταν φυλάκιση…» 

Όλοι τότε ποιος - ολίγο ποιος πολύ - ήμασταν φυλακισμένοι.

Μέσα στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα…

Αν έγραφες την αλήθεια, σου ‘κοβε ο παπάς τη γλώσσα…!

Κακά τα ψέματα…!

Οι ποινές για διανοούμενο - άνθρωπο του μολυβιού - ασφαλώς κι ήταν βαρύτατες.

Ασήκωτες... 

Την ελευθερία του λόγου τη χαίρομαι μόνο σήμερα…

Άλλο... το θέμα αν φτάνει η φωνή μου σ' αυτή αποδέκτη ή όχι ...


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

28/05/20125

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.