Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΗΡΘΕ Ο ΚΙΝΕΜΑΣ…

Η προβολή μιας κινηματογραφικής ταινίας  ήταν ο μοναδικός τρόπος ψυχαγωγίας.

«Γέμιζε» ο άνθρωπος με τη ζωή που έβλεπε στο μαγικό άσπρο πανί. που σ’ έφερνε σ’ επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο…

Αλλιώς πώς να σπρωχνόταν προπάντων η χρονιάρα νύχτα του χειμώνα εκείνη την εποχή;!

Όταν έβρεχε πολύ και έβγαινε θυμωμένος ο λάκκος, ανήσυχοι οι γονείς, με ομπρέλες, με μουσαμάδες, με κατσούλιες στα χέρια, με ψηλές μπότες… μαζευόταν έξω από το αναγνωστήριο και περίμεναν να βγουν τα παιδιά από τον σινεμά.

Για να τα πάρουν σπίτι.

Τις καλές ταινίες επιθυμούσαμε να τις δούμε πολλές φορές.

(Ευχόμασταν να έκανε θεομηνία ή να έριχνε πολύ χιόνι, για να μην μπορούσε να φύγει ο κινεμάς απ’ το χωριό).

Αυτές συνήθως ήταν οι πολεμικές.

Χαμός γινόταν στη σάλα όταν νικούσαν οι δικοί μας.

Οι παρτιζάνοι…

Η χαρά της νίκης συνοδευόταν με δυνατά «ουρά»…

Ξένοι - εχθροί για μας… ήταν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί…

Και οι μπαλίστες.

Στα περισσότερα χωριά, που δεν είχαν αίθουσα, προβάλλονταν έξω, στην ύπαιθρο η ταινία.

Τοποθετούνταν το πανί σε τοίχο… κι ο κόσμος καθόταν χάμω, σε πέτρα ή στο χώμα.

(Κάποιοι που είχαν το σπίτι κοντά, κουβαλούσαν μαζί τους σκαμνί ή καρέκλα).

Στη Δρόπολη η μάνα που γένναγε κινηματογραφιστές ήταν η Δερβιτσάνη και το Βουλιαράτι…

Ο Γιώργος Κονόμος - Κινεμάς, σχωριαδίτης στην καταγωγή και μόνιμος κάτοικος Δερβιτσάνης, στην Κάτω Δρόπολη κι όχι μόνο, έδωσε με ζήλο την τέχνη του σε πολλά παιδιά.

Στον Κώτσιο Ζντάβο, στον Ξενοφώντα Λίλλη - Καραλή, στον Ενθύμιο Στέργιο, στον Τηλέμαχο Ράιδο…

Ο Λάκης Κουρεμένος, στην Πάνω Δρόπολη, έβγαλε κι αυτός τη δική του στρατιά…

Απαγορεύοταν να δούνε ακατάλληλες ταινίες τα παιδιά, όπως «Ο αλήτης», που παρουσίαζε κλεψιές, «Η άγνωστη κυρία», που είχε περίσσιο συναισθηματισμό...

Θυμωμένοι πετροβολούσαμε τη λαμαρινένια σκεπή της σάλας.

Νωπή στη μνήμη έχω την θεία Κίτσα Οικονομίδη - διαχειριστή του αναγνωστηρίου.

Που συχνά μου σύστηνε τι βιβλία να δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη για να διαβάσω…

Ο Κυριάκος, ο γιος της, πριν ξεκινήσει η ταινία, έφτιαχνε με τα χέρια του στο πανί ίσκιο φοβισμένου λαγού… και τον έβαζε να τρέχει…       

Καλοσυνάτος, ευγενικός, υπομονετικός ο Γιώργος, αλλά το βρισίδι έπεφτε πάνω του βροχή…

Όταν  τ’ απογεύματα προσπερνούσε τη Γοραντζή, τη Βάνιστα, το Χάσκοβο… και κατευθυνόταν προς άλλο χωριό…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
24/09/2015






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.