Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΑΣ

Ο φορεμένος άνδρας παραδοσιακά:

Με την κατάλευκη φουστανέλα, τη διμιτένια σιάρκα, το μάλλινο γελέκι…είναι ο παππούς του Εθνομάρτυρα, Βασίλη Σαχίνη και της Καλλιρρόης Διαμάντη.

Λεγόταν Γιώργος Μάσσιος.

Μαζί με τ’ αδέλφια του, Γκόλε και  Ζώη, άνοιξαν εκείνη την εποχή στ’ Αργυρόκαστρο μια σειρά από εμπορικά καταστήματα.

Κληρονόμησαν ένα απλό μαγαζί από τον πατέρα τους και με τη δουλειά τους τα έκαναν δώδεκα.

Περισσότερο τα καταστήματά τους - τα αδέλφια Μάσσιου - τα εφοδίαζαν με υφάσματα από το Νικολαϊδη, τον Καραγιαννόπουλο…, που είχαν έδρα στην Κωνσταντινούπολη.

(Επιστολές και εμπορικές αποδείξεις τους, βρίσκουμε ακόμα και σήμερα).

Με έμπιστους αγωγιάτες  έκαναν, συνήθως, τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Είχαν στη διαχείρισή τους, επίσης, παπουτσίδικο και ραφτική. 

Έφτιαχναν με καλοπληρωμένο προσωπικό - τσαγκάρηδες και ραφτάδες - ανθεκτικές πόχες και ποιοτικές σκούφιες για τον κόσμο.

Το «κλειδί» της επιχείρησης το κρατούσε ο γραμματισμένος Γιώργος.

(Αν ρίξεις μια ματιά σε τετράδιο του, του 1859 (που διατηρείται ακόμα), η άπταιστη καλλιγραφία και ορθογραφία του, σε αφήνει άναυδο).  

Κατόρθωσε να έχει γνωριμία ακόμα και με το Σουλτάνο, που μια φορά του ‘κανε δώρο γυάλινο επιχρυσωμένο ποτήρι. Για να πίνει μ’ αυτό στην υγειά του.

Το 1908 όταν πέθανε ο Γιώργος, στην οικογένεια του ο Σουλτάνος έστειλε μαύρα φλιτζάνια, για να προσέφεραν σε αυτά τον καφέ της λύπης. 

Κάποτε όταν μετέφερε μόνος του  εμπόρευμα από τη Θεσσαλονίκη, τον κυνήγησαν κλέφτες στην Αρίνιστα. Για ν' αποφύγει τον κίνδυνο, ακολούθησε ένα δύσκολο μονοπάτι, που σ’ έβγαζε σε ποταμιά. Μέσα στον βαρύ χειμώνα ατίθασο άλογο τον έριξε στο παγωμένο ποτάμι. Εκεί πήρε κρύο κι από τότε έκανε την κατηφόρα η υγεία του.

Προστάτευε το χωριό απ' τους κλέφτες.

Όταν εκλέχτηκε στη δημογεροντία, φρόντισε ν’ αποφευχθεί το βαρύ τσεκούρι που έπεφτε στα δέντρα του βουνού. Στα χρόνια του πρόλαβε να δει τον πυκνά δασωμένο τόπο ως τη Ζγκόρα.

Οι Μασαίοι διέθεταν, επίσης κι αρκετά χωράφια και μπόλικο βιο. Διαχειριστή σ’ αυτά είχαν τον παλιό Γιώργο Τάλλιο, που αλώνιζε βουνό και κάμπο με τ’ άλογο.

Στ’ αμπέλια ο χαλικότοπος του Μάσσιου ήταν χέρσος. Πάνω του η πρώτη κατακτήτρια Ιταλία κατασκεύασε γκαζέρμες για τη στέγαση των φαντάρων.    


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
24/12/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.