Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕ ΤΟ ΜΙΓΚΟ ΣΕ ΓΥΡΟΒΟΛΙΑ…

Υπήρχαν μερικά πέτρινα αλώνια στα Σωφράτικα, αλλά τ’ αλώνισμα του σταριού γινόταν συνήθως στον κάμπο.

Σε καλά ισοπεδωμένο, στέρεο μέρος χωραφιών.

Που το ‘πιανε ο βοριάς…

Για να γινόταν εύκαιρα, άνετα τ’ ανέμισμα της παραγωγής μετά…

Απόφευγε έτσι ο ζευγίτης τη μεταφορά των δεματιών από τα σταροχώραφα στ’ αλώνι.

Πρωτύτερα ο πατέρας του κι αργότερα ο Θανάσης Μάσσιος - μερακλής υποδηματοποιός - τις μέρες τ’ Αλωνάρη, έπαιρνε την ετήσια άδεια, για να ‘ριχνε κι έβγαζε τ’ αλώνια του χωριού, ακόμα και των γειτονικών χωριών - Δούβιανης και Τεριαχατιού - με τ’ ατίθασο άλογό του.

Τον αγορασμένο Μίγκο από τους Γερμανούς κατά την οπισθοχώρησή τους στον Πόλεμο.

(Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το ‘53 - ‘54.

Πριν ακόμα ιδρυθεί ο συνεταιρισμός κι έλειπαν οι αλωνιστικές μηχανές.

Το αλώνι είναι στημένο στα χωράφια του Πίλιου.

Εκεί γίνεται, όπως βλέπεται, η γυροβολιά).

Έκανε η οικογένεια Μάσσιου με το Μίγκο διάφορες δουλειές: κουβαλούσε ξύλα, ζαηρέ, νερό… ως το ’61 που γέρασε.

- Ασχολούνταν αποκλειστικά με τ’ άλογο ο παππούς μου, θυμάται ο Γιώργος. - Έπαιρνε την κασαή από μια καμάρα στον τοίχο του κατωγιού και κάθε τόσο το κασάιζε.

Το κρατούσε καθαρό.

Όταν ίδρωνε - πάνω στη δουλειά - του ‘ριχνε παλιά κουβέρτα, για να μην κρυώσει…

Δεν κρατούσε καπούλια - ήταν άγριο το άλογο - σε βαρούσε με κλωτσιές…

Εγώ είχα βρει τον τρόπο. Του ριχνόμουν από το σαμάρι στα καπούλια κι αυτό τσιμουδιά.

Είχε μουλάρι και ένας άλλος χωριανός, ο Τσιότσης Νάστος.

Έκανε κανένα αλώνι κι αυτός. Ήταν τόσο ήμερο το μουλάρι αυτό που στ’ αλώνισμα στα καπούλια του έβαζαν άφοβα δύο και τρία μικρά παιδιά.

Ήθελε πολλές ώρες - μέσα στην κάψα του καλοκαιριού - να γίνει τ’ αλώνι.

Να τριφτεί καλά η καλαμιά, να γίνει άχυρο…

Να ξεφλουδιστεί το στάχυ.

- Τον ξεκούραζα κι εγώ τον πατέρα σε ανάπαυλες, που κάθονταν κάτω από τον ίσκιο δένδρου, κάπνιζε κανένα τσιγάρο, έπινε νερό… - αφηγείται ο καλός μου φίλος, συνταξιούχος δάσκαλος, Γιώργος Μάσσιος, (ο μικρούλης στη φωτογραφία).

Με το τρικούλι, γυρίζαμε μαζί  τ’ αλώνι, με το ξύλινο φτυάρι μαζεύαμε το στάρι και με το δριμόνι, ρίχναμε το στάρι στον αέρα…, για να καθάριζε. 

Η αμοιβή γινόταν συνήθως σε λεφτά, καμιά φορά και σε γέννημα. 


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
31/12/2015




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.