Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΟΛΟΝΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Ακολουθούσε βήμα - βήμα τους κουρασμένους του γονείς, έριχνε κι αυτός με τα τρυφερά του χέρια σπόρο στην αυλακιά.

Έγινε υποχρεωτικά από μικρός, ζευγίτης ο Ηλίας Διαμάντης.

Πεθαίνοντας ο πατέρας του, σε νέα ηλικία, έγινε αυτός κολόνα του σπιτιού.

Την επταμελή του οικογένεια, αργότερα, τη μεγάλωσε στην άπλα του κάμπου.

Μέσα στους αγρούς.

Κάτω απ’ τη σκεπή της Καλύβας του Διαμάντη.

Ήταν αντιστασιακός.

Καθώς τον μυρίστηκαν οι Ιταλοί να περνάει στο «Ζεστό» με τα φορτωμένα μουλάρια, τον παίρνουν καταπόδι…

Για να μην τον πιάσουν, τρέχει και κρύβεται σ’ υπόγειο του σπιτιού του.

Μετά από σήραγγα - ανοιγμένη από τον παππο - Μήνο - ρίχνεται στου Πούλη.

Τον κρατούν και τον θρέφουν εκεί αρκετά μερόνυχτα.

Πάνω στις αναταραχές, στις ανακατατάξεις, στις τριβές στο χώρο μας, προσχωρεί μαζί και μ’ άλλους συγχωριανούς, το Μήτσιο Τσίγκα, τον Ηλία Μπαρούτα…, στα στρατεύματα του Ζέρβα.

Για μια τριετία στη σειρά - όταν ζούσε μονίμως κάτω στην καλύβα - το χωριό με ψήφο τον εκλέγει μουχτάρη.

Εκείνο το διάστημα, τον ειδοποιεί νύχτα η αστυνομία να είναι παρόν κι αυτός στην κατάσχεση του σπιτιού του Γιώργου Σύρμου.

«Είναι αργά… θα κατατρομάξουμε τη φαμίλια, θα πανικοβάλουμε τα μικρά - αντιστάθηκε.

Ελάτε αύριο το πρωί, μέρα ξημερώνει…»

Μεσάνυχτα περνάει το Μεγαλάκκο, πηγαίνει ξυπνάει το Γιώργο και τον προειδοποιεί:

«Τι έχεις, τι δεν έχεις… ξεκούμπωσέ τα όλα τα χρήσιμα πράγματα, γιατί αύριο το πρωί έρχονται να στα πάρουν!».

Την επόμενη η αστυνομία με ειδική επιτροπή μπροστά, βρήκε στου Σύρμου μόνο κρεμασμένα κατσιούλια σε καρφιά.

Παρέα με τον πατέρα μου, με τα γυαλιά στα μάτια, σκάλιζε ο Ηλίας στουρνάρι, έστρωνε κι έριχνε κι αυτός μυλόπετρες.  

Με το ζόρι παρέδωσε τα βόδια κι ένα μουλάρι στο «κοινό» νοικοκυριό.

Ορμήνευε την Καλλιρρόη:

- Έβγα στη δουλειά κορίτσι μου, για να μη σε ρεζιλεύει στο χωριό το βράδυ με τη ντουντούκα του ο τελάλης.

Στη σύνταξη βγήκε απ’ τα μαντέμια.

Σε μεγάλη ηλικία καθάριζε με το φτυάρι τα χώματα, χειριζόταν επιδέξια το λοστό.

Ξέκοβε από το βουνό τεράστια πέτρινα στρώματα, τα ‘σπρωχνε στην κατηφόρα, τα τεμάχιζε με τη βαριά, ετοίμαζε σωρούς με ποιοτική πέτρα για οικοδομή. 

Έφυγε από τη ζωή ο μπάρμπα - Ηλίας Διαμάντης με πολλά παράπονα…

Με πολύ πόνο και καημό…

Αλλά… αξιοπρεπώς.

Υ.Γ. Στη φωτογραφία, που τη δανείστηκα από το αρχείο του Νίκου Διαμάντη, τα δύο άτομα στο κέντρο είναι: αριστερά ο Ηλίας Διαμάντης και δεξιά ο Μήτσιος Τσίγκας.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
26/01/2016



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.