Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

FACEBOOK - Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΓΥΜΝΗ

Η περιέργεια για να μάθω τι είναι το facebook, που κρατάει εγκλωβισμένους αρκετούς πολίτες σ’ όλο τον πλανήτη, μ’ ανάγκασε ν’ ανοίξω λογαριασμό.

Μπήκα και βρήκα σ’ αυτό, τον κόσμο γυμνό.

Με την έννοια ότι ο καθένας κλείνεται μέσα σε συγκεκριμένο χώρο - π.χ. στο δωμάτιο του κι επικοινωνεί πιο άνετα με αόρατους και ορατούς φίλους απ’ ότι ενώπιον ενωπίον…

Κι εκφράζει ελεύθερα, χωρίς καμιά επιφύλαξη, ό,τι νομίζει: τους πόθους, τα μεράκια, τα παράπονα, βγάζει έξω όλη του την ψυχή.

Κάνει και άφθονο κουτσομπολιό.

Περισσότερο μάλιστα απ' ό,τι στην ορατή, στην επίγεια κοινωνία.

Νομίζει ότι δεν τον βλέπει κανείς κι όμως είναι πλήρως εκτεθειμένος.

Κι όταν σβήνεις την επικοινωνία στα μηνύματά σου, προσοχή:

Στον κεντρικό εγκέφαλο - στο τεράστιο σέρβερ της εταιρείας αυτής - που σου παρέχει τη δυνατότητα επικοινωνίας - και ταυτοχρόνως σε ελέγχει απόλυτα, αυστηρά - όλο το αρχείο σου, πλέον, είναι καταγεγραμμένο.

Δεν ξέρω εσάς!

Εμένα προσωπικά η κοινωνική δικτύωση με βοηθάει φοβερά στο συγγραφικό μου έργο.

Εδώ γνώρισα καλύτερα τον άνθρωπο. Τον ήρωά μου, που προσπαθώ να περιγράψω πιστά.

Με τον εσωτερικό κόσμο, τις ευαισθησίες του, τις απαιτήσεις του, την αυτοσυγκράτησή του, τον αυθορμητισμό του …

Τα "θέλω" και "δεν θέλω" του…

Επέλεξα και τον τρόπο πώς να τον βοηθήσω ανιδιοτελώς.

Μέσω του facebook μαθαίνω πολλά… Επωφελούμαι αφάνταστα…   

Αλλά πέφτω σ’ επαφή και με πολλά αρνητικά…

και άσχετα.

Ακόμα και με χυδαία…

Είναι εδώ οι κάλπικοι, παράλογοι, παράνομοι έρωτες, τα ψεύτικα προφίλ, τα "καλλιστεία", οι λόξες, οι τρέλες, οι εγωισμοί, η επίδειξη, οι υπερβολές, οι ασχετοσύνες, οι ανορθόγραφοι, οι "φιλόσοφοι", οι "δικαστές", οι πολύξεροι ...

Το facebook είναι τόπος για όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση... 

Είναι η κοινωνία γυμνή, που δεν μπορείς, δυστυχώς, να την αποχωριστείς, αφού είσαι κοινωνικό πρόσωπο. 

Μπήκα και δεν βγαίνω εύκολα … Κάθομαι εδώ με τη θέλησή μου. Αλλά και με κρατούν.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
15/02/2016












  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.