Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΥΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΙΔΙΑ ΑΓΑΠΗ

Όταν επισκεπτόμουν την κρατική βιβλιοθήκη τ’ Αργυρόκαστρου, για να δανειστώ βιβλία, μ’ εξυπηρετούσαν άψογα η Χένα και ο Στεφάν.

Αφού συμπάθησα το Στεφάν Αρσένι, ένα απογευματάκι τόλμησα να του πω:

- Συγγνώμη…μήπως στα ράφια σας βρίσκεται κανένα ελληνικό βιβλίο;

(Τότε το σύστημα ήταν επιθετικό προς τέτοιου είδους απαιτήσεις).

Δεν πήρα απάντηση…

Έκανε μόνο μια πράξη:   

Μ’ αφήνει στο γκισέ και προχωράει προς το βάθος της βιβλιοθήκης…

…Μετά από λίγο ακούω μια ξύλινη σκάλα ν’ ακουμπάει πάνω σε ράφι…, βιβλία να εκτοπίζονται…

Ένα έντονο φτέρνισμα, που το προκάλεσε η σκόνη του βιβλίου, θορύβησε κοντά μου.  

«Ο Άνθρωπος με το γαρίφαλο» του Αλέξη Πάρνη ήταν πλέον μπροστά μου,

στα χέρια μου…

Ο κρατικός υπάλληλος γράφει τον τίτλο στην καρτέλα, με βάζει και υπογράφω, τυλίγει καλά το βιβλίο σε εφημερίδα και μου το δίνει…

Απ’ όλα τα ελληνικά βιβλία, που διάβασα εκείνη την περίοδο, η ποιητική συλλογή «Οι μαχαλάδες του κόσμου», του μεγάλου ποιητή, Γιάννη Ρίτσου, μ’ άγγιξε περισσότερο.

Ο Στεφάν τώρα είναι μέλος του Συνδέσμου φιλίας ανάμεσα Αλβανίας και Ελλάδας. Διοργανώνει μαζί και μ’ άλλους φίλους του Αλβανούς, σε συνεργασία με το Ελληνικό Προξενείο, ποικίλες δραστηριότητες.

Μάθετε και το άλλο.

Ο πατέρας του, ο Θωμάς, έμπορος δερμάτων, παλιά έμπαινε κι έβγαινε άνετα στο Ελληνικό Προξενείο.

Στο σεντούκι του κρατούσε κρυμμένη την γαλανόλευκη.

Οι δύο πράξεις του - να δανείζει σε δύσκολες εποχές ελληνικά βιβλία και να συμμετέχει τώρα σε σύνδεσμο φιλίας δύο γειτονικών χωρών, δύο λαών, λένε αναμφισβήτητα την αγάπη του προς την Ελλάδα.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/04/2016









   



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.