Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΠΙΑΣΤΗΚΕ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ(;!)

«Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα!».

Μόλις ακούς αυτή την ανακοίνωση στο συρμό: 

Σε μετρό, σε ηλεκτρικό, σε τραμ, σε σταθμό λεωφορείου στην Αθήνα… πανικοβάλλεσαι.

Είναι σαν να σου λέει το ανύπαρκτο ελληνικό κράτος: 

«Ανάμεσά σας κινείται ελεύθερος ο λήσταρχος, γιατί εμείς δεν μπορούμε…,

δεν έχουμε τι να του κάνουμε!».

Ενστικτωδώς ελέγχεις τις τσέπες σου, προσέχεις τις επισκευές σου…

Ταυτοχρόνως κοιτάς τσαντισμένος τριγύρω σου, μπας και πιάσει το μάτι σου φάτσα ύποπτου.

Έρχονται στο νου σου - σε τέτοιες στιγμές φοβίας - ιστορίες με κλέφτες και θηράματα:

Φίλου μου σε λεωφορειακό σταθμό, σε κλάσμα δευτερολέπτου, του αφαίρεσαν το τσαντάκι που είχε μέσα λεφτά,  ακριβό τάμπλετ, διαβατήριο, ταυτότητα, εισιτήριο, κλπ…

Αναγκάστηκε ο άνθρωπος ν’ ακυρώσει το ταξίδι του. Να μην πάει εκείνη την ημέρα στο χωριό του.

Θα ήταν Αφγανοί οι ληστές, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Έλληνες, Αλβανοί… πώς να το μάθεις;!

Σε λέσχη χαρτοπαιξίας συγγενής μου συναντάει παλιό του φίλο. 

Πάνω στη συζήτηση, του λέει χαμογελώντας ο συμφοιτητής του, ότι η δουλειά του στην Αθήνα είναι βοηθός κλέφτη.

Προσφέρει προστασία στ’ «αφεντικό» του έναντι παχουλού μηνιαίου μισθού.

Το θήραμά μας, εξηγεί, είναι κυρίως ξεκουτιάρηδες υπερήλικες, που κινούνται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Είναι φορεμένος σικ ο Αγκρόν, με ωραίο κοστούμι και γραβάτα.

(Έχει κι ένα καλό η κρίση, σου λέει καταστηματάρχης.

Αυξάνονται οι κλοπές, αυξάνεται και η δουλειά σε μαγαζιά πώλησης συναγερμών.).

Χρόνια τώρα, στο καθημερινό μας ταξίδι, ακούμε την ίδια ανακοίνωση:

«Αγαπητοί επιβάτες, παρακαλείστε να προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα!».

Τι διάολο... ακόμα δεν πιάστηκε ο κλέφτης;!  

Δεν πρέπει να πιαστεί, ποτέ δεν θα πιαστεί, για να έχουμε μέσα μας συνέχεια τη φοβία...

Τον πανικό…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

05/05/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.