Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Κάποια πράγματα δεν έρχονται από μόνα τους. Δεν γίνονται μόνο από επιθυμία. Έχουν μια ροή. Ένα ξεκίνημα. Μια αφετηρία.

Ο Παναγιώτης Ντούλες, π.χ., που ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό, αλλά και με το τραγούδι, έχει ακούσματα από παλιά. Εκτός αυτών, ήρθε κι ο ίδιος σε επαφή με την παράδοση. «Συναντήθηκε» με αυτή την ωραία «ερωμένη» αρκετές φορές:

Τραγούδησε ο ίδιος. Χόρεψε. Φόρεσε την παραδοσιακή στολή... Χόρτασε με παράδοση.

Η μάνα του, η Γιαννούλα, είναι από του Δέδε. Από πολυμελές οικογένεια, στη Δερβιτσιάνη. Με σπίτι, που αντηχούσε από το τραγούδι. Κι ο ήχος ξεχυνόταν από τις πόρτες, τα παράθυρα, τους φεγγίτες… και γέμιζε όλος ο λάκκος με μουσική.

Η Βάνθω το έπαιρνε, ο Μίχος το ‘κλωθε κι όλοι οι υπόλοιποι κρατούσαν ίσο:

η Άφρω, η Βέργω, η Γιαννούλα, ο Δήμος, ο Πάντος, ο Λάκης, ο Γιώργος, ο Γιάννης.

Χόρευαν οι κοπέλες, καθώς καθάριζαν την πέτρινη αυλή, με τη σκάρπα στο χέρι για μαντήλι...

Κοίτα μέχρι πού έφτανε το πάθος;!

Το Γιάννη τον θυμάμαι, που έβγαινε στο Προσήλιο του Ντόνη και κούρδιζε το βιολί. Το Δήμο, με το κλαρίνο, αργότερα μου τον έπιασε το μάτι. Και τον κράτησε ως αργά.

«Όταν με κάλεσαν κι έπαιξα στην Οχρίδα, είπε κάποτε, με το κλαρίνο μου χόρεψαν τρεις λαοί: Έλληνες, Σκοπιανοί και Αλβανοί».

Όταν παντρεύτηκε στη Γοραντζή, η Γιαννούλα, μαζί με την προίκα, «πήρε» και τα τραγούδια. Τον ενθουσιασμό, όλο το γλέντι του Σαραντινού κουβάλησε μαζί της...

Το αγαπημένο της τραγούδι:

«Τρία παιδιά, τρία παιδιά,/ τρία παιδιά κλεφτόπουλα,/ μας κλέψαν τη Γιαννούλα…»,

το ‘λεγε συχνά και κρατούσε το ρυθμό, χτυπώντας με το χέρι ελαφρά το γκιούμι...

Η οικογένεια Δέδε, πασίγνωστο γεγονός, τραγουδάει ακόμα και σήμερα όλη μαζί.

Ανεβαίνει σε σκηνές, μπαίνει σε στούντιο… και λέει τα τραγούδια:

«Στης Δερόπολης τον κάμπο», «Ντέλη παπά», «Κλεφτόπουλα», «Μάρκος Μπότσαρης»…

Δεν τα λέει. Μάλλον «κλαίει» τα τραγούδια.

Θέλω να πω και κλείνω, γιατί δεν μου αρέσει να πολυλογώ και να κουράζω, ότι η ενασχόληση με την παράδοση, δεν είναι αυτοσκοπός. Κι ότι η παράδοση έχει αρχή και συνέχεια… Τέλος δεν έχει. Έχει πηγή, συγκεκριμένη κοίτη και προορισμό.

Είναι σαν το ποτάμι…
  

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/08/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.