(Σε κελί, εξαιτίας της
φλόγας για τον Ελληνισμό, που τον έκαιγε)
Συχνά, πριν το γράψιμο ή μετά - όπως το φέρνει η έμπνευση - ψάχνω
τίτλο, για το κείμενο. Τον θέλω όσο πιο ελκυστικό γίνεται, για να προσελκύσω το
κοινό, τον αναγνώστη.
Για τούτο το πορτρέτο απέφυγα το ψάξιμο. Γιατί τ’ όνομα: Τηλέμαχος
ΜΠΟΜΠΟΛΗΣ, είναι απόσταγμα. Είναι, από μόνο του, πετυχημένος τίτλος.
Δεν ήταν κάτοικος του χωριού. Η εργασία του και η μόνιμη
διαμονή του ήταν στο Πατός, όπου τον σεβόταν τον εκτιμούσε απεριόριστα η εκεί
τοπική κοινωνία και τον φώναζε «Τέλη».
Κι όμως, όταν σ’ ελεύθερο χρόνο το επισκεπτόταν, ήταν βαρύς
ο ίσκιος του που άπλωνε πάνω του.
Ο λόγος: Επειδή προσέφερε διαρκώς με αποτελεσματικό έργο στη
γενέτειρά του.
Τον φαρμακοποιό - που έμαθε παλιά στο Θεολόγου το επάγγελμα
αυτό από τον Μιχάλη Τσέπο - και βοήθησε με πάθος και αφοσίωση τον ασθενή με τα
φάρμακα, ο κόσμος τον αγάπησε πολλαπλά.
Οι ασθενείς στο χωριό είχαν ελπίδα στην συμβουλή και στο
φάρμακο του Τηλέμαχου.
(Αρκετές φορές παρασκεύαζε μόνος του τις συνταγές, σε απλό
χημικό εργαστήριο).
Οι συγχωριανοί τον αγκάλιαζαν θερμά, όταν τον συναντούσαν στα
σοκάκια του χωριού.
Ένα πρωί ανηφόρησε στην
«Σπανθιά» για μια υποχρέωση.
Σ’ όλη τη διαδρομή, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες, για να τον
καλωσορίσουν. Οι συγχωριανοί, τον σταματούσαν, τον ρωτούσαν. Καθόταν ο Μάχος στους
σοφάδες και κουβέντιαζε με τους ηλικιωμένους.
Μέχρι που έφτασε το μεσημέρι στου Λιάκου να παρηγορήσει, για
την απώλεια του Χρίστου, σε προχωρημένη ηλικία. .
Πήγαινε συγχωριανός, που είχε δικό του άνθρωπο - ασθενή σε
φυλακή (ακόμα και σε αυτή του Σπατς) και ζητούσε τη βοήθεια του φαρμακοποιού
για συνταγή, διάγνωση και φάρμακα.
Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο και τολμηρό αυτό, εκ’ μέρους του, την
περίοδο εκείνη.
Όταν χρειάστηκε η βελτίωση του εσωτερικού φωτισμού του
χωριού, ο Τηλέμαχος εξασφάλισε κολόνες ηλεκτρικού ρεύματος και αρκετά καλώδια.
Κι όμως, σ’ αυτό το χωριό, όπως παντού, υπήρχαν και χαφιέδες.
Μια μέρα ένας απ’ αυτούς, είδε τον Τηλέμαχο να συζητάει με τον Κίτσιο Μπόμπολη.
Ετοίμασε την ψεύτικη κατάδοση:
«Δύο Μπομπολήδες: ο Κίτσιος με τον Τηλέμαχο, σχεδιάζουν να
ρίξουν την κυβέρνηση».
Και, γύρω στο ’85, αν δεν με απατά η μνήμη, συνέλαβαν τον
Τηλέμαχο και τον έκλεισαν στη φυλακή.
Χτυπούσε το κεφάλι του, για να καταλάβει το λόγο για τον
οποίο τον φυλάκισαν. Αμφέβαλλε ότι τον «κάρφωσαν», εξαιτίας της φλόγας για τον
Ελληνισμό που τον έκαιγε και την έλεγε.
Υπολόγιζε την οικογενειακή φθορά: Μήπως διώξουν το γιο του,
Μιχάλη, από το σχολείο και μήπως διαλυόταν ο αρραβώνας της κόρης του, Φρύνης.
…τότε ήταν, που ο Τηλέμαχος από τη στεναχώρια, έπαθε το
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο νους του, μέσα στο φρικτό κελί, πήγαινε συχνά σε συγκεκριμένο
άτομο, που τον συμβούλευε:
«Μάχο, σου θέλω το καλό, μην πολυκυκλοφορείς, αραίωσε τις
επισκέψεις σου στο χωριό!»
Αλλά ο Μάχος δεν μπορούσε, δεν άντεχε. Ερχόταν ξανά και ξανά
…, ν’ απολαύσει τη γενέτειρα. Να δει την αγαπημένη Μητέρα του, που κουραζόταν,
υφαίνοντας στον αργαλειό.
Υστερόγραφο:
Αυτή η ψυχούλα, που βλέπετε στην εικόνα, που την πήρα από τον
τάφο του στο χωριό, δεν βγαίνει με τίποτε από το νου μου.
Δεν μπορώ να την αποχωριστώ.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
03/07/2017
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου